καταβαραθρώνω — καταβαραθρώνω, καταβαράθρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταβαραθρώνω — και καταβαραθρῶ, όω 1. ρίχνω κάποιον σε βάραθρο 2. (συν. μτφ.) καταστρέφω τελείως, χαντακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαραθρῶ (< βάραθρον). Η λ., στον λόγιο τ. καταβαραθρῶ, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
βοθριάζω — (Μ) καταβαραθρώνω, χαντακώνω· [ΕΤΥΜΟΛ. < βοθρίο(ν) ή < βόθρυς] … Dictionary of Greek
καταβαραθρώ — όω καταβαραθρώνω* … Dictionary of Greek
καταβαράθρωση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του καταβαραθρώνω, η καταστροφή, το χαντάκωμα: Υπέστη μεγάλη καταβαράθρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαντακώνω — χαντάκωσα, χαντακώθηκα, χαντακωμένος, εξαφανίζω, καταστρέφω, καταβαραθρώνω: Τον χαντάκωσε η γυναίκα του απ τα έξοδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)