καταβαραθρώνω

καταβαραθρώνω
καταβαράθρωσα, καταβαραθρώθηκα, καταβαραθρωμένος, ρίχνω κάτι ή κάποιον στο βάραθρο, καταστρέφω, χαντακώνω: Καταβαραθρώθηκε από την πολυέξοδη γυναίκα του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταβαραθρώνω — καταβαραθρώνω, καταβαράθρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταβαραθρώνω — και καταβαραθρῶ, όω 1. ρίχνω κάποιον σε βάραθρο 2. (συν. μτφ.) καταστρέφω τελείως, χαντακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαραθρῶ (< βάραθρον). Η λ., στον λόγιο τ. καταβαραθρῶ, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παλλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • βοθριάζω — (Μ) καταβαραθρώνω, χαντακώνω· [ΕΤΥΜΟΛ. < βοθρίο(ν) ή < βόθρυς] …   Dictionary of Greek

  • καταβαραθρώ — όω καταβαραθρώνω* …   Dictionary of Greek

  • καταβαράθρωση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του καταβαραθρώνω, η καταστροφή, το χαντάκωμα: Υπέστη μεγάλη καταβαράθρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαντακώνω — χαντάκωσα, χαντακώθηκα, χαντακωμένος, εξαφανίζω, καταστρέφω, καταβαραθρώνω: Τον χαντάκωσε η γυναίκα του απ τα έξοδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”